ὀργίλως

ὀργίλως
ὀργίλως adv. of ὀργίλος (Demosth. 21, 215 al.; Menand., Dysc. 102; 4 Macc 8:9) angrily Hm 12, 4, 1.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀργίλως — ὀργίλος inclined to anger adverbial ὀργίλος inclined to anger masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργίλος — η, ο (Α ὀργίλος, η, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, ευέξαπτος («φύσει ὄντα ὀργίλον καὶ φονικώτατον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. γεμάτος οργή, εξοργισμένος. επίρρ... οργίλως (Α ὀργίλως) με μεγάλο θυμό, με οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργή + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • гнѣвьно — (3*) нар. Гневно: Бра(т)˫а и оц҃и… пришедше обрѣтохомъ въ васъ бещини˫а. ˫ако же и рѹкы прострети дрѹгъ на дрѹга гнѣвно и съ ˫аростию же и воплемь ПНЧ 1296, 28; ѹзрѣ два мниха… гнѣвно же на нѩ възрѣвъ. (ὀργίλως) ЖВИ XIV–XV, 15в; гнѣвно к нему… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θυμικός — ή, ό (Α θυμικός, ή, όν) [θυμός] το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν) το θυμοειδές*, κατά την πλατωνική φιλοσοφία νεοελλ. 1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων τού ατόμου 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”